ἀπερωέω

ἀπερωέω
ἀπερωέω,
A retire or withdraw from,

τῷ κε τάχα . . πολέμου ἀπερωήσειας Il.16.723

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απερωέω — ἀπερωέω (Α) [ερωέω] αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι …   Dictionary of Greek

  • ἀπερωήσειας — ἀπερωέω retire aor opt act 2nd sg ἀπερωέω retire aor opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απερωεύς — ἀπερωεύς ( έως), ο (Α) [απερωέω] αυτός που προβάλλει εμπόδια, που παρεμποδίζει …   Dictionary of Greek

  • ερωώ — ἐρωῶ, έω (Α) 1. ρέω, χύνομαι ορμητικά, αναβλύζω («αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί», Ομ. Οδ.) 2. υποχωρώ μπροστά σε κάτι, αποσύρομαι, ενδίδω («ἐρωῆσαι πολέμοιο») 3. εγκαταλείπω, αφήνω 4. αποτρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. συγγενές αλλ’ όχι παράγωγο τού ερωή* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”